Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παντούρα
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παντούρα η [pandúra] & μπαντούρα η [bandúra] & μαντούρα η [mandú ra] Ο25 : πνευστό λαϊκό όργανο από καλάμι, με μονό γλωσσίδι.

[ελνστ. πανδούρα (προφ. [nd] ) ανατολ. προέλ. `τρίχορδο λαούτο΄ (η σημερ. σημ. μσν.)· ηχηροπ. του αρχικού [p > b] από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ. [tin-pan > timban > tim-ban] · ίσως επίδρ. του ιταλ. mandura (ίσως < παντούρα)]

[Λεξικό Κριαρά]
παντούρα η,
βλ. πανδούρα.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παντουρανισμός ο [panturanizmós] Ο17 : πολιτική κίνηση με στόχο την ένωση όλων των τουρανικών (τουρκικών, ταταρικών κτλ.) λαών της Aσίας· (πρβ. παντουρκισμός): Ο ~ της Tουρκίας.

[λόγ. < αγγλ. Ρan-Turanism < pan- = παν- + Turan αρχ. περιοχή της κεντρικής Aσίας -ism = -ισμός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες