Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- παντουργέτης ο.
-
- Ο δημιουργός των πάντων, ο Θεός:
- η φλόγα δρόσος δείκνυται υπό του Παντουργέτου (Φλώρ. 1770).
[<επίθ. παντουργός (βλ. λ.) με επίδρ. του ουσ. ευεργέτης. Η λ. τον 6. ή 8. αι.]
- Ο δημιουργός των πάντων, ο Θεός: