Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παντοτινός
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
παντοτινός, επίθ.· παντοτενός.
  • 1)
    • α) Που ισχύει, διαρκεί, υπάρχει για πάντα, αιώνιος, παντοτινός:
      • θάνατον παντοτινόν έκαμε την ζωήν μου (Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ́ [887]· Πανώρ. Δ́ 290), (Πεντ. Αρ. IV 7
    • β) διαρκής, αδιάλειπτος, αδιάκοπος:
      • οι κρίσες μου κι οι πόνοι μου παντοτινοί εγενήκα (Ερωφ. Έ 508).
  • 2) Διαχρονικός:
    • επιθυμούν όλοι να κάμουν κανένα παντοτινόν πράγμα … διά την τιμήν της πατρίδος (Ροδινός 160).
  • 3) Που ισχύει για όλη τη διάρκεια της ζωής κάπ., ισόβιος:
    • σκλάβο σου παντοτινό, κάτεχε, θες με κάμει (Ιντ. κρ. θεάτρ. Β́ 97).
  • 4) (Προκ. για σύζυγο) νόμιμος:
    • (Φορτουν. Β́ 394
    • παντοτινό του ταίρι έκαμε τη γυναίκα μου! (Ερωφ. Γ́ 300).
  • 5) (Προκ. για πληγή) αγιάτρευτος:
    • μια πληγή παντοτινή στα σωθικά μου εφήκες (Ερωτόκρ. Έ 20).
  • 6) (Προκ. για φωτιά) άσβηστος, ασίγαστος:
    • 'στιά παντοτινή να καίγεται ιπί το θεσιαστήρι (Πεντ. Λευιτ. VI 6).

[<επίρρ. πάντοτε + κατάλ. ‑ινός. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παντοτινός -ή -ό [pandotinós] Ε1 : που υπάρχει και θα υπάρχει για πάντα· αιώνιος: Παντοτινή αγάπη. Παντοτινή ειρήνη, ευφημιστικά για το θάνατο. παντοτινά ΕΠIΡΡ για πάντα, πάντοτε: Θα σ΄ αγαπώ ~.

[μσν. παντοτινός < πάντοτ(ε) -ινός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες