Παράλληλη αναζήτηση
| 3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- παντοτινό, επίρρ.
-
- Διαρκώς, συνεχώς:
- αυτείνοι (ενν. οι σεισμοί) … ήθελαν να μας φάγου και οι παπάδες οι φτωχοί παντοτινό διαβάζου (Διήγ. ωραιότ. 483).
[ουδ. επιθ. παντοτινός ως επίρρ. Η λ. στο Meursius]
- Διαρκώς, συνεχώς:
[Λεξικό Κριαρά]
- παντοτινός, επίθ.· παντοτενός.
-
- 1)
- α) Που ισχύει, διαρκεί, υπάρχει για πάντα, αιώνιος, παντοτινός:
- θάνατον παντοτινόν έκαμε την ζωήν μου (Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ́ [887]· Πανώρ. Δ́ 290), (Πεντ. Αρ. IV 7)·
- β) διαρκής, αδιάλειπτος, αδιάκοπος:
- οι κρίσες μου κι οι πόνοι μου παντοτινοί εγενήκα (Ερωφ. Έ 508).
- α) Που ισχύει, διαρκεί, υπάρχει για πάντα, αιώνιος, παντοτινός:
- 2) Διαχρονικός:
- επιθυμούν όλοι να κάμουν κανένα παντοτινόν πράγμα … διά την τιμήν της πατρίδος (Ροδινός 160).
- 3) Που ισχύει για όλη τη διάρκεια της ζωής κάπ., ισόβιος:
- σκλάβο σου παντοτινό, κάτεχε, θες με κάμει (Ιντ. κρ. θεάτρ. Β́ 97).
- 4) (Προκ. για σύζυγο) νόμιμος:
- (Φορτουν. Β́ 394)·
- παντοτινό του ταίρι έκαμε τη γυναίκα μου! (Ερωφ. Γ́ 300).
- 5) (Προκ. για πληγή) αγιάτρευτος:
- μια πληγή παντοτινή στα σωθικά μου εφήκες (Ερωτόκρ. Έ 20).
- 6) (Προκ. για φωτιά) άσβηστος, ασίγαστος:
- 'στιά παντοτινή να καίγεται ιπί το θεσιαστήρι (Πεντ. Λευιτ. VI 6).
[<επίρρ. πάντοτε + κατάλ. ‑ινός. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- 1)
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παντοτινός -ή -ό [pandotinós] Ε1 : που υπάρχει και θα υπάρχει για πάντα· αιώνιος: Παντοτινή αγάπη. Παντοτινή ειρήνη, ευφημιστικά για το θάνατο.
παντοτινά ΕΠIΡΡ για πάντα, πάντοτε: Θα σ΄ αγαπώ ~. [μσν. παντοτινός < πάντοτ(ε) -ινός]



