Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παντοτινά
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
παντοτινά, επίρρ.
  • 1)
    • α) Αιώνια, για πάντα:
      • ν’ αφήσει όνομα καλό, παντοτινά να μείνει (Τζάνε, Κρ. πόλ. 45722
      • (με την πρόθ. εις):
        • να αγοράσου μια άρκλα αρφανική … και να είναι και των παιδιώ μου … εις παντοτινά (Διαθ. 17. αι. 143
    • β) για πάντα, για όλη τη διάρκεια της ζωής κάπ.:
      • στα σωθικά παντοτινά να ’χεις μεγάλον πόνο (Πανώρ. Γ́ 246).
  • 2) Κάθε φορά:
    • Οχ τους οποίους (ενν. θεούς) παντοτινά η παρακάλεσίς τους, ό,τι επεθύμα ελάβαινε (Σουμμ., Παστ. φίδ. Πρόλ. 55).
  • 3) Από πάντα, ανέκαθεν:
    • παντοτινά εκείνη η εκκλησία (ενν. η Ρωμαϊκή) να ελειτούργα με άζυμον (Ροδινός 149).
  • 4)
    • α) Συνέχεια, διαρκώς, όλο τον καιρό:
      • τά 'παν και τά μιλήσασι παντοτινά θυμάται (Ερωτόκρ. Γ́ 1735· Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 108
    • β) αδιάκοπα, ασταμάτητα, ακατάπαυστα:
      • τ’ αμμάτια ετούτα … να τρέχουσι παντοτινά … τσι πόνους μου να δείχνουσι (Ροδολ. Έ 369).

[<επίθ. παντοτινός. Η λ. στο Meursius (λ. ‑νό) και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες