Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παντοπώλης
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παντοπώλης ο [pandopólis] Ο10 θηλ. παντοπώλισσα [pandopólisa] Ο27 : έμπορος, καταστηματάρχης που πουλά κάθε είδους τρόφιμα (εκτός από νωπά κρέατα, ψάρια, κηπευτικά και φρούτα) και διάφορα είδη καθημερινής οικιακής χρήσης· μπακάλης.

[λόγ. < ελνστ. παντοπώλης· λόγ. παντοπώλ(ης) -ισσα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες