Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: παντοπωλείο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παντοπωλείο το [pandopolío] Ο39 : το κατάστημα του παντοπώλη· μπακάλικο: Είδη παντοπωλείου, είδη μπακαλικής.

[λόγ. < αρχ. παντοπωλεῖον `γενικό κατάστημα΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go