Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παντοκρατορία η [pandokratoría] Ο25 : το να είναι κάποιος παντοκράτορας, να κυριαρχεί πάνω σε όλα· (πρβ. παντοδυναμία).
[λόγ. < ελνστ. παντοκρατορία]



