Combined Search
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παντοιοτρόπως [pandiotrópos] επίρρ. : (λόγ.) με κάθε τρόπο και μέσο.
[λόγ. < ελνστ. παντοιοτρόπως]
[Λεξικό Κριαρά]
- παντοιοτρόπως, επίρρ.
-
- α) Με κάθε τρόπο, μέσο· ποικιλοτρόπως:
- ημείς δε ποιήσομεν παντοιοτρόπως ίνα συλλάβομεν αυτόν ζώντα (Ιστ. πολιτ. 6122)·
- β) οπωσδήποτε:
- χρήσαι τῃ διά του μέλιτος θεραπείᾳ και παντοιοτρόπως απαλλάξεις αυτό (ενν. το ζώον) της νόσου (Ιερακοσ. 44012).
[<επίθ. παντοιότροπος. Η λ. τον 4. αι.]
- α) Με κάθε τρόπο, μέσο· ποικιλοτρόπως:



