Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παντοδοχείο
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
παντοδοχείο το· πανταδοχείο.
  • Ξενοδοχείο, ξενώνας·
    • (εδώ) νοσοκομείο:
      • Τους λαβωμένους πάσινε εις το πανταδοχείο (Τζάνε, Κρ. πόλ. 29411).

[<ουσ. πανδοχείο με αντικατάσταση του ά συνθ. παν‑ από το παντο‑]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες