Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παντοδοξασμένος
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
παντοδοξασμένος, μτχ. επίθ.
  • Που έχει δοξαστεί από όλους στον κόσμο:
    • η Κρήτης η περίφημη, η παντοδοξασμένη (Τζάνε, Κρ. πόλ. 56420).

[<παντ(ο)‑ + μτχ. παρκ. του δοξάζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες