Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- παντοδεσπότης ο.
-
- Αυτός που είναι κύριος όλων·
- (εδώ ως προσφών. του βυζ. αυτοκράτορα):
- «Ήξευρε, παντοδέσποτα» λέγουν (ενν. οι άρχοντες) προς βασιλέα (Ριμ. Βελ. ρ 513).
- (εδώ ως προσφών. του βυζ. αυτοκράτορα):
[<παντ(ο)‑ + ουσ. δεσπότης]
- Αυτός που είναι κύριος όλων·