Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παντοίως
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
παντοίως, επίρρ.
  • 1) Με κάθε τρόπο ή μέσο, ποικιλοτρόπως:
    • (Αχιλλ. O 48).
  • 2) Εντελώς:
    • μεγάλως έσφαλαν, ηστόχησαν παντοίως (Λίβ. Sc. 2145).

[αρχ. επίρρ. παντοίως]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες