Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- πανούργως, επίρρ.
-
- α) Με δόλο, πανουργία:
- (Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 246)·
- β) με εξυπνάδα, επιτηδειότητα:
- την πάσαν παρασκευήν απεικόνιζε … σχολαστικώς και πανούργως επιμελών (Δούκ. 31328).
[αρχ. επίρρ. πανούργως]
- α) Με δόλο, πανουργία: