Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- πανούργευμα το.
-
- α) Δόλιο ή παραπλανητικό επινόημα, πονηριά:
- ας μισήσομεν τον διάβολον και τα αυτού πανουργεύματα (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 358v· Τριβ., Ρε 10)·
- β) πονηρή πράξη, τέχνασμα:
- όρυξαν την τάφρον και …, είχον γαρ τελεσιουργήσαντες το πανούργευμα, ειμή θεία τις δύναμις εκώλυε (Δούκ. 10134-5)·
- γ) στρατηγικό τέχνασμα:
- στρατηγήματα, ήγουν πανουργεύματα των σολδάτων υψηλότατα (Μπερτόλδος 4).
[μτγν. ουσ. πανούργευμα]
- α) Δόλιο ή παραπλανητικό επινόημα, πονηριά: