Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πανουργεύομαι
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
πανουργεύομαι· ενεργ. πανουργεύω.
  • I. Μέσ. (μτβ. και αμτβ.) ραδιουργώ, δολοπλοκώ (εναντίον κάπ.):
    • (Ερμον. Λ πριν στ. 29
    • Ηρώδης κατά του Χριστού πανουργεύεται ερωτών τους μάγους (Lucar, Sermons 36
    • (εδώ με αιτιατ. προσώπου):
      • ο σκάνθαρος άλλο εμηχανεύθη, εκεί οπού 'τανε ο Ζευς τι τον επανουργεύθη (Αιτωλ., Μύθ. 232).
  • II. Ενεργ. (μτβ.)
    • α) (εδώ με αντικ. αφηρημένη έννοια) υπονομεύω με δόλια μέσα:
      • πανουργεύει την ειρήνην (Δούκ. 13324
    • β) επιδιώκω κ. με δόλιο τρόπο:
      • δεινώς οι Ρωμαίοι παρά των βαρβάρων … εμαστίζοντο, ουκ άλλο το πανουργευόμενον ή ότι καμφθέντες (ενν. οι Ρωμαίοι) αυτούς εξωνήσουσι (Δούκ. 5724‑5).

[μτγν. πανουργεύομαι. Το ενεργ. τον 4.(;) αι. και σε σχόλ. (TLG)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες