Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πανουκλιάζω [panuklázo] Ρ2.1α μππ. πανουκλιασμένος : (προφ., λαϊκότρ.) προσβάλλομαι από πανώλη (πανούκλα)· συνήθ. σε κατάρες: Που να πανουκλιάσει, να τον πιάσει πανούκλα, να πάθει μεγάλο κακό. Mας καταστρέψανε, οι πανουκλιασμένοι, οι καταραμένοι, που να είναι καταραμένοι.
[πανούκλ(α) -ιάζω]
[Λεξικό Κριαρά]
- πανουκλιάζω.
-
- Προσβάλλομαι ή πάσχω από πανούκλα·
- (εδώ μεταφ.):
- Διατί να μην έχεις πρόσωπον παρρησιασμένον και καθαρόν, αμή … να είσαι πανουκλιασμένος (Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. 20630).
- (εδώ μεταφ.):
[<ουσ. πανούκλα + κατάλ. ‑ιάζω (άσχ. το παλαιότ. πανουκλίζω, 4. αι., L‑S). Η λ. στο Βλάχ. και σήμ. ιδιωμ.]
- Προσβάλλομαι ή πάσχω από πανούκλα·



