Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πανοπλία
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πανοπλία η [panoplía] Ο25 : η αμυντική, προστατευτική περιβολή (από δέρμα, μέταλλο κτλ.) των πολεμιστών σε παλαιότερες εποχές (π.χ. το κράνος, θώρακας, κνημίδες κτλ.): Οι βαριές σιδερένιες πανοπλίες των ιπποτών.

[λόγ. < αρχ. πανοπλία]

[Λεξικό Κριαρά]
πανοπλία η.
  • Πανοπλία:
    • (Ερμον. Λ 190), (Βίος Αλ. 2647
    • (εδώ μεταφ.):
      • την πανοπλίαν προσλαβού, τους λόγους των πατέρων (Γλυκά, Αναγ. 165· Βίος Αλ. 4583).

[αρχ. ουσ. πανοπλία. Τ. ‑ιά στο Somav. Η λ. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go