Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πανομοιότυπος -η -ο [panomiótipos] Ε5 : για ό,τι είναι απόλυτα πιστή αναπαράσταση ή αντιγραφή άλλου (πρωτοτύπου): Πανομοιότυπη εικόνα.
[λόγ. παν- + ελνστ. ὁμοιότυπος `που έχει όμοια μορφή΄]



