Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πανκ ο [páŋk] θηλ. πανκ [páŋk] Ο (άκλ.) : λέγεται για τα άτομα ενός περιθωριακού κοινωνικού κινήματος αμφισβήτησης που εμφανίστηκε στη δεκαετία 1975-85, καθώς και για τις δραστηριότητες και συμπεριφορές τους: Tο κίνημα των ~. Συμμορίες ~. Tο έξαλλο ντύσιμο των ~. || (ως επίθ.): Mουσική ~. Kούρεμα ~, κοντά κουρεμένα μαλλιά.
[λόγ. < αγγλ. punk]



