Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πανηπειρωτικός -ή -ό [panipirotikós] Ε1 : που αναφέρεται σε όλη την Ήπειρο ή σε όλους τους Hπειρώτες: Πανηπειρωτικά σωματεία.
[λόγ. παν- + ηπειρωτικός 2]



