Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πανηγυριστής
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πανηγυριστής ο [panijiristís] Ο7 θηλ. πανηγυρίστρια [panijirístria] Ο27 : αυτός που πανηγυρίζει, συμμετέχει σε πανηγύρι· πανηγυριώτης.

[λόγ. < ελνστ. πανηγυριστής· λόγ. πανηγυρισ(τής) -τρια]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες