Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πανηγυρισμός
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πανηγυρισμός ο [panijirizmós] Ο17 (συνήθ. πληθ.) : η ενέργεια του πανηγυρίζω· θορυβώδης και ζωηρή ομαδική εκδήλωση ισχυρού συναισθήματος χαράς, ικανοποίησης κτλ.: Ολονύκτιοι πανηγυρισμοί. Οι πανηγυρισμοί της νίκης. Οι πανηγυρισμοί του πλήθους.

[λόγ. < ελνστ. πανηγυρισμός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go