Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πανζουρλισμός ο [panzurlizmós] Ο17 : κατάσταση σύγχυσης, αναταραχής και φασαρίας, που προκαλείται από πλήθος ατόμων· πανδαιμόνιο: Γίνεται ~· ΣYN ΦΡ γίνεται της μουρλής / της τρελής.
[λόγ. παν- + ζούρ λ(α) -ισμός]



