Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πανεργατικός -ή -ό [panerγatikós] Ε1 : που γίνεται με τη συμμετοχή όλων γενικώς των εργατών: Πανεργατική συγκέντρωση / κινητοποίηση / απεργία. Πανεργατικό συνέδριο.
[λόγ. παν- + εργάτ(ης) -ικός]



