Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πανεπιστημιακός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πανεπιστημιακός -ή -ό [panepistimiakós] Ε1 : που ανήκει, γίνεται ή λειτουργεί σε πανεπιστήμιο· (πρβ. ακαδημαϊκός): Πανεπιστημιακές σχολές / εξετάσεις / παραδόσεις. Πανεπιστημιακή βιβλιοθήκη / κλινική. Πανεπιστημιακό εργαστήριο. Πανεπιστημιακά συγγράμματα. || ~ δάσκαλος. Πανεπιστημιακή καριέρα. Πανεπιστημιακές σπουδές, ανώτατες. || (ως ουσ.) ο πανεπιστημιακός, θηλ. πανεπιστημιακή, για πρόσωπο που ασκεί ερευνητικό ή διδακτικό έργο σε ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα: Ένωση Ελλήνων Πανεπιστημιακών Δυτικής Ευρώπης.

[λόγ. πανεπιστήμι(ον) -ακός μτφρδ. γαλλ. universitaire]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go