Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πανελλαδικός -ή -ό [panelaδikós] Ε1 : που αναφέρεται, γίνεται ή εκδηλώνεται σε όλη την Ελλάδα· (πρβ. πανελλήνιος): Πανελλαδική κινητοποίηση αγροτών. Πανελλαδικές εξετάσεις, των υποψηφίων για τα ανώτατα και τα ανώτερα εκπαιδευτικά ιδρύματα. Πανελλαδική απεργία. (επιρρ. έκφρ.) σε πανελλαδική κλίμακα, σε όλη την Ελλάδα.
πανελλαδικώς & πανελλαδικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. παν- + ελλαδικός· λόγ. πανελλαδικ(ός) -ώς]



