Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πανδοχείο
3 items total [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πανδοχείο το [panδoxío] Ο39 : τύπος λαϊκού ξενοδοχείου παλαιότερων εποχών· κατάστημα που πρόσφερε, με πληρωμή, κατάλυμα για ύπνο και φαγητό σε ταξιδιώτες· χάνι.

[λόγ. < ελνστ. πανδοχεῖον (αρχ. πανδοκεῖον)]

[Λεξικό Κριαρά]
πανδοχείον το.
  • Μικρό ξενοδοχείο, πανδοχείο:
    • (Zygomalas, Synopsis 213), (αυτ. 212).

[μτγν. ουσ. πανδοχείον. Η λ. και σήμ. (‑ο)]

[Λεξικό Κριαρά]
πανδοχείος, επίθ.
  • (Προκ. για τον Άδη) που «δέχεται» όλους ανεξαιρέτως τους ανθρώπους:
    • (Διγ. Z 4510).

[λ. πλαστή <ουσ. πανδοχείον. Πβ. το παλαιότ. επίθ. πάνδοχος (4. αι.)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go