Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πανδοχέας
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πανδοχέας ο [panδoxéas] Ο21 : ο ιδιοκτήτης πανδοχείου.

[λόγ. < ελνστ. πανδοχεύς, αιτ. -έα (αρχ. πανδοκεύς)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες