Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πανδαισία
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πανδαισία η [panδesía] Ο25 : α.πλουσιότατο γεύμα από το οποίο δε λείπει τίποτα. β. (συνήθ. μτφ.) πλουσιότατη ποικιλία που προκαλεί μια τέλεια αισθητική απόλαυση: Mουσική ~. ~ χρωμάτων και ήχων.

[λόγ. < αρχ. πανδαισία]

[Λεξικό Κριαρά]
πανδαισία η.
  • Πλούσιο φαγοπότι:
    • (Δούκ. 1177).

[αρχ. ουσ. πανδαισία. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες