Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πανδαιμόνιο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πανδαιμόνιο το [panδemónio] Ο42 : δυνατός και μάλλον ενοχλητικός θόρυβος από διάφορους κρότους, φωνές κτλ., καθώς και κατάσταση γενικής σύγχυσης και αναταραχής: Γίνεται ~, επικρατεί φασαρία και σύγχυση.

[λόγ. < αγγλ. pandaemonium < Ρandaemonium (πρωτεύουσα της Κόλασης στο Χαμένο Παράδεισο του John Milton) < pan- = παν- + αρχ. δαιμον- (δαίμων) -ium = -ιον]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go