Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πανίερος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
πανίερος, επίθ.· υπερθ. πανιερότατος.
  • 1) Ιερός (επιτ.):
    • (Επιστ. ηγουμ. 175).
  • 2) (Συνηθέστ. στον υπερθ. ως τιμητική προσφών. ή προσηγορία μητροπολίτη ή επισκόπου):
    • πανιερότατε και θεοτίμητε επίσκοπε (Ασσίζ. 5723· Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 13r).

[μτγν. επίθ. πανίερος. Η λ. και ο τ. (ως τίτλ.) και σήμ. εκκλ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πανίερος -η -ο [paníeros] Ε5 : συνήθ. στον υπερθετικό βαθμό πανιερότατος, ως τιμητική προσφώνηση μητροπολίτη ή επισκόπου (της ορθόδοξης εκκλησίας).

[λόγ. < ελνστ. πανίερος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες