Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πανήγυρη η [paníjiri] Ο33 : (λόγ.) πανηγύρι: H ~ του ιερού ναού. || Εμπορική ~, εμποροπανήγυρη.
[λόγ. < αρχ. πανήγυρ(ις) -η `γενική συγκέντρωση΄ (η σημερ. σημ. μσν.)]



