Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πανάσχημος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
πανάσχημος, επίθ.· πανάσκημος.
  • α) Πάρα πολύ άσχημος, αποκρουστικός:
    • πανάσχημη, χοντρόχειλη, χαμηλοφρύδα (Ερωτοπ. 326
  • β) (μεταφ.) πολύ δυσάρεστος:
    • ακούσατε οι πάντες … πανάσχημα και άχρηστα σημεία (Ναθαναήλ Μπέρτου, Στιχοπλ. I 703).

[<παν‑ + επίθ. άσχημος. Η λ. στον Κουμαν. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πανάσχημος -η -ο [panásximos] Ε5 : πάρα πολύ άσχημος.

[λόγ. παν- + άσχημος κατά το αντ. πανέμορφος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες