Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- πανάξιος, επίθ.· υπερθ. παναξιότατος.
-
- Απολύτως άξιος, που έχει αναμφισβήτητες ικανότητες:
- Εξαίσιος και πανάξιος στέμματος κληρονόμος (Αργυρ., Βάρν. C 9· Αχέλ. 2231).
[μτγν. επίθ. πανάξιος. Η λ. και σήμ. λόγ. (ΛΚΝ)]
- Απολύτως άξιος, που έχει αναμφισβήτητες ικανότητες:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πανάξιος -α -ο [panáksios] Ε6 : πάρα πολύ και σε όλα ικανός, επιδέξιος.
[λόγ. < ελνστ. πανάξιος]



