Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πανάδα η [panáδa] Ο26 : μικρή κιτρινωπή κηλίδα ακανόνιστου σχήματος, που παρουσιάζεται στο δέρμα του προσώπου ή και άλλων μερών του σώματος· (πρβ. φακίδα).
[πάν(α) (στη σημ.: `μούχλα σε τρόφιμα΄) -άδα]



