Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- Πανάγαθος ο [panáγaθos] Ο20 : προσωνυμία του Θεού (των χριστιανών), ο οποίος δείχνει, σ΄ εμάς τους ανθρώπους, μια απέραντη αγάπη: Ο ~ θα συγχωρέσει τα αμαρτήματά μας. || (ως επίθ.): Ο ~ Θεός.
[λόγ. < αρχ. πανάγαθος `απόλυτα καλός΄, ελνστ. σημ. για το Θεό]
[Λεξικό Κριαρά]
- πανάγαθος, επίθ.· παναγαθός.
-
- α) Ολότελα καλός, ηθικός, ενάρετος:
- (Αχέλ. 2289)·
- β) (προκ. για το Θεό και την Παναγία) αγαθός στον υπέρτατο βαθμό:
- (Επιστ. ηγουμ. 174), (Σκλέντζα, Ποιήμ. 731).
- Το αρσ. ως ουσ. = ο Θεός:
- την χάρη του ο Πανάγαθος να σας αποκαλύψει (Πένθ. θαν. Πρόλ. 18).
[αρχ. επίθ. πανάγαθος. Η λ. και σήμ.]
- α) Ολότελα καλός, ηθικός, ενάρετος:



