Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παμπάλαιος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
παμπάλαιος, επίθ.
  • Πάρα πολύ παλιός·
    • (εδώ) πολύ ηλικιωμένος:
      • παμπάλαιος … γέρων (Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 389).

[αρχ. επίθ. παμπάλαιος. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παμπάλαιος -η / -α -ο [pambáleos] Ε5, Ε6 : πάρα πολύ παλαιός: Πελώρια παμπάλαιη βελανιδιά. Έθιμο παλαιό, παμπάλαιο, μα ακόμα ζωντανό.

[λόγ. < αρχ. παμπάλαιος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες