Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παμμακάριστος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
Παμμακάριστος η [pamakáristos] Ο36 : ως προσωνύμιο της Θεοτόκου επειδή είναι σε όλα μακάρια, πανευτυχής: Ο ναός της Παμμακαρίστου.

[λόγ. < ελνστ. παμμακάριστος]

[Λεξικό Κριαρά]
παμμακάριστος, επίθ.
  • Που μακαρίζεται από όλους, πανευτυχής·
    • (προκ. για το Θεό):
      • (Αρσ., Κόπ. διατρ. [977]
    • (προκ. για νεκρό):
      • (Διγ. Esc. 119).
  • Το αρσ. ως ουσ. = ο Θεός:
    • (Αιτωλ., Ρίμ. Μ. Καντ. 63).
  • Το θηλ. ως ουσ. = η Παναγία:
    • (Ιστ. πατρ. 1988).

[μτγν. επίθ. παμμακάριστος. Η λ. και σήμ. (Κριαρ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες