Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- παλληκαρία η· παλληκαριά.
-
- 1) Νεανική ηλικία:
- σαν εγίνη Αλέξανδρος εις την παλληκαρία, ερώτησε τον Φίλιππον να πάγει στον Μορέα (Αλεξ. 317).
- 2)
- α) Ανδρεία, γενναιότητα:
- (Χορτάτση, Ελευθ. Ιερουσ. Δ́ 86)·
- ’σπίδες, λιοντάρια εσκότωσε με την παλληκαριά του (Ερωτόκρ. Β́ 250)·
- β) (στον πληθ.) γενναία πράξη, κατόρθωμα, ανδραγάθημα:
- να γράψεις τα καμώματα και τσι παλληκαριές μου (Φορτουν. Δ́ 251· Ερωτόκρ. Δ́ 1982).
- α) Ανδρεία, γενναιότητα:
[<ουσ. παλληκάριον + κατάλ. ‑ία. Ο τ. στο Βλάχ. (λ. παλικαργιά) και σήμ. Η λ., καθώς και διάφ. τ., και σήμ. ιδιωμ.]
- 1) Νεανική ηλικία: