Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παλλακεία η [palakía] Ο25 : θεσμός που ίσχυε στις αρχαίες κοινωνίες και επέτρεπε τη συγκατοίκηση άντρα και γυναίκας που συνδέονταν με ερωτική σχέση χωρίς να έχουν κάνει νόμιμο γάμο: Tο ρωμαϊκό δίκαιο έδινε στα τέκνα από σχέση παλλακείας περιορισμένα κληρονομικά δικαιώματα. Kατά τη νομοθεσία των βυζαντινών αυτοκρατόρων του 10ου μ.X. αι. η ~ ελάχιστα διαφέρει από την πορνεία.
[λόγ. < αρχ. παλλακεία]



