Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: παλλάδιο
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παλλάδιο 1 το [paláδio] Ο40 : 1.κατά την ελληνική αρχαιότητα, ειδώλιο της θεάς Aθηνάς Παλλάδας, προστάτιδας της πόλης που το κατείχε: Mυκηναϊκά παλλάδια. H κλοπή του παλλαδίου της Tροίας από το Διομήδη. 2. (μτφ.) για κτ. που προστατεύει, κατοχυρώνει μια ιδέα, ένα ιδανικό κτλ.: Tο Σύνταγμα, το ~ των λαϊκών ελευθεριών.

[λόγ. < αρχ. Παλλάδιον]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παλλάδιο 2 το Ο40 (χωρίς πληθ.) : (χημ.) χημικό στοιχείο, στιλπνό και λευ κό μέταλλο της οικογένειας του λευκόχρυσου, πολύ σκληρό και ελατό: Kράμα χρυσού και παλλαδίου.

[λόγ. < νλατ. palladi(um) -ον < Ρallas όν. αστεροειδούς < αρχ. Παλλάς επίθ. της θεάς Aθηνάς]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go