Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: παλιώνω
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παλιώνω [palóno] Ρ1α μππ. παλιωμένος : α.φθείρομαι με το πέρασμα του χρόνου και τη χρήση: Πάλιωσαν τα παπούτσια / τα ρούχα μου. Γερό πρά μα· τόσα χρόνια πέρασαν κι ακόμα δεν πάλιωσε. β. υφίσταμαι την επίδραση του χρόνου, γίνομαι παλιός: Όσο παλιώνει το κρασί τόσο πιο καλό γίνεται. γ. (για πρόσ.) ασχολούμαι από πολύ καιρό με συγκεκριμένη δραστηριότητα, με αποτέλεσμα να αποκτώ πείρα: Παλιώσα με στη δουλειά. || (στρατ., οικ.): Kάτσε πρώτα να παλιώσεις και μετά ζητάς άδειες! δ. ~ κτ., το φθείρω από τη συχνή χρήση: Γρήγορα τα πάλιωσες τα ρούχα σου.

[μσν. παλαιώνω με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < αρχ. παλαι(ῶ) -ώνω]

[Λεξικό Κριαρά]
παλιώνω,
βλ. παλαιώνω.
< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go