Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: παλιόχαρτο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παλιόχαρτο το [palóxarto] Ο41 : (μειωτ.) για οποιοδήποτε χαρτί ή έγγρα φο και ιδίως για να τονιστεί η ευτελής του αξία: Πέταξέ τα τα παλιόχαρ τα. Περίμενα τόσην ώρα στην ουρά για ένα ~.

[παλιο-Ι + χαρτ(ί) -ο]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go