Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παλιόφιλος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παλιόφιλος ο [palófilos] Ο20 : (οικ.) φίλος από παλιά, καλός και πιστός· φιλαράκος, φιλαράκι: Bρέθηκα με κάτι παλιόφιλους από τα μαθητικά μας χρόνια. Ε, βρε παλιόφιλε, πώς πέρασαν τα χρόνια!

[παλιο-Ι2 + φίλος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες