Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: παλιόσπιτο
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παλιόσπιτο το [palóspito] Ο41 : (προφ.) α. μειωτικός χαρακτηρισμός για σπίτι παλιό ή καταστραμμένο. β. οίκος ανοχής.

[παλιο-Ι + σπίτ(ι) -ο]

[Λεξικό Κριαρά]
παλιόσπιτο(ν) το,
βλ. παλαιόσπιτον.
< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go