Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- παλιουρή η.
-
- Φράχτης ή περίφραξη από παλιούρια:
- φυλακάς και κλωβία … εδείματο και παλιουρήν ανήγειρεν (Ιστ. Ηπείρ. XIV4).
[<μτγν. ουσ. παλιουρέα (TLG) ή <ουσ. παλίουρος με μεταπλ. Η λ. και σήμ. ως τοπων.]
- Φράχτης ή περίφραξη από παλιούρια:



