Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παλιοσκρόφα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παλιοσκρόφα η [paloskrófa] Ο25α : υβριστικός χαρακτηρισμός γυναίκας.

[παλιο-Ι + σκρόφα2]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες