Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παλιοπαρέα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παλιοπαρέα η [paloparéa] Ο25α : α.(μειωτ.) παρέα από ανυπόληπτα άτομα: Έμπλεξε με κάτι παλιοπαρέες και πήρε τον κατήφορο. β. παρέα στενών και παλιών φίλων.

[παλιο-Ι + παρέα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες