Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παλιοβρόμα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παλιοβρόμα η [palovróma] Ο25 : ως υβριστικός χαρακτηρισμός γυναίκας ανήθικης· τσούλα, παλιογυναίκα, παλιοθήλυκο, παλιοκόριτσο: Παράτησε τα παιδιά της, η ~, και γυρίζει με τον έναν και τον άλλο.

[παλιο-Ι + βρόμα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες